Στη λαογραφία και τη μυθολογία, οι εφιάλτες αποδίδονταν συνήθως σε υπερφυσικά όντα, όπως κακόβουλα πνεύματα, δαίμονες ή μάγισσες, που πίστευαν ότι κάθονταν στο στήθος ενός κοιμισμένου ή τους καταπιέζουν με άλλο τρόπο κατά τη διάρκεια της νύχτας, προκαλώντας τρομακτικά όνειρα. Αυτές οι οντότητες συχνά απεικονίζονταν ως φοράδες, εξ ου και η αρχική ονομασία.
Με την πάροδο του χρόνου, ο όρος «εφιάλτης» εξελίχθηκε για να συμπεριλάβει ζωντανά και ενοχλητικά όνειρα χωρίς απαραίτητα να τα συνδέεται με υπερφυσικές αιτίες. Έγινε ένας τρόπος να περιγράψουμε όνειρα που προκαλούν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως φόβο, άγχος ή αίσθημα παγίδευσης ή απειλής.
Στη σύγχρονη ψυχολογία, οι εφιάλτες αναγνωρίζονται ως ένας τύπος διαταραχής του ύπνου ή παραϋπνίας, που αναφέρεται σε μη φυσιολογικές συμπεριφορές ή εμπειρίες κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ενώ οι ακριβείς μηχανισμοί πίσω από τους εφιάλτες δεν είναι πλήρως κατανοητοί, συχνά συνδέονται με διάφορους ψυχολογικούς και φυσιολογικούς παράγοντες, όπως το άγχος, οι αγχώδεις διαταραχές, το τραύμα, ορισμένα φάρμακα και οι διαταραχές ύπνου.
Έτσι, ο όρος «εφιάλτης» αντικατοπτρίζει τόσο την ιστορική του συσχέτιση με υπερφυσικές πεποιθήσεις όσο και τη σημερινή κατανόησή του ως ένα εξαιρετικά οδυνηρό και ανησυχητικό όνειρο.